- κρεατοκοπτικός
- και κρεοκοπτικός, -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κρεατοκόπτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατοκόπτης. Η λέξη μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρεοκοπτικός — ή, ό βλ. κρεατοκοπτικός … Dictionary of Greek